- γενειοσυλλεκτάδαι
- γενειοσυλλεκτάδαι, οἱ,A beard-gatherers, Ath.4.157b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενειοσυλλεκτάδαι — γενειοσυλλεκτάδαι, οι (Α) (σκωπτ.) αυτοί που τακτοποιούν τα γένια τους με προσοχή … Dictionary of Greek
γενειοσυλλεκτάδαι — beard gatherers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)